Η νέα επίθεση που σημειώθηκε στο δυτικό τμήμα της Μιανμάρ υπενθύμισε για ακόμη μια φορά το βάθος της βίας που έχει επικρατήσει στη χώρα μετά το πραξικόπημα του 2021. Στρατιωτικό αεροσκάφος έβαλε στο στόχαστρο γενικό νοσοκομείο της περιοχής Μιάουκ Ου, αφήνοντας πίσω του εικόνες πλήρους καταστροφής. Οι πρώτες πληροφορίες των ανθρωπιστικών οργανώσεων μιλούν για δεκάδες θύματα, με τον αριθμό των τραυματιών να αυξάνεται συνεχώς όσο οι διασώστες προσπαθούν να εντοπίσουν επιζώντες μέσα στα ερείπια.
Ο εργαζόμενος ανθρωπιστικής οργάνωσης Ουί Χο Αούνγκ περιέγραψε την κατάσταση ως φρικτή. Όπως τόνισε, τουλάχιστον τριάντα ένας άνθρωποι έχουν επιβεβαιωθεί νεκροί ενώ εξήντα οκτώ τραυματίστηκαν. Οι τοπικές ομάδες βοήθειας εκτιμούν ότι ο αριθμός των θυμάτων ενδέχεται να αυξηθεί καθώς αρκετοί από τους τραυματίες βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση και άλλοι παραμένουν εγκλωβισμένοι.
Η χούντα εντείνει τις επιθέσεις όσο πλησιάζει η ημερομηνία των εκλογών
Την ίδια στιγμή η στρατιωτική ηγεσία της χώρας προετοιμάζει τη διεξαγωγή εκλογών από τις είκοσι οκτώ Δεκεμβρίου, παρουσιάζοντάς τες ως την απαρχή μιας διαδικασίας που θα οδηγήσει σε σταθερότητα. Η πραγματικότητα ωστόσο δείχνει διαφορετική εικόνα. Σύμφωνα με παρατηρητές του εμφυλίου πολέμου στη Μιανμάρ, το καθεστώς των στρατηγών έχει αυξήσει δραματικά τα αεροπορικά πλήγματα τους τελευταίους μήνες, με στόχο περιοχές που ελέγχονται από ένοπλες οργανώσεις ή αντιπολιτευτικά δίκτυα.
Η επίθεση στο νοσοκομείο έρχεται λοιπόν σε μια εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο για τη χώρα. Ο συνδυασμός στρατιωτικών επιχειρήσεων, εκλογών υπό καθεστώς εγκλωβισμού και πλήθους περιοχών εκτός κρατικού ελέγχου επιβεβαιώνει ότι η Μιανμάρ δεν βρίσκεται σε μια ομαλή πολιτική πορεία. Αντίθετα, βυθίζεται πιο βαθιά σε έναν εμφύλιο που εδώ και χρόνια έχει κοστίσει χιλιάδες ζωές.
Οι τοπικές κοινότητες πληρώνουν το βαρύτερο τίμημα
Η περιοχή της Ραχίν, όπου σημειώθηκε ο βομβαρδισμός, έχει βιώσει πολλές φορές στο παρελθόν την ένταση των συγκρούσεων. Στο συγκεκριμένο περιστατικό, το πλήγμα σε νοσοκομείο πολλαπλασιάζει την καταστροφή καθώς οι υποδομές υγείας σε αυτές τις περιοχές είναι ήδη ελάχιστες. Η απώλεια μιας μονάδας περίθαλψης στερεί από εκατοντάδες ανθρώπους πρόσβαση σε βασικές ιατρικές υπηρεσίες ενώ την ίδια ώρα ο αριθμός των τραυματιών αυξάνεται.
Ανθρωπιστικές οργανώσεις αναφέρουν ότι η πρόσβαση στη ζώνη της επίθεσης παραμένει δύσκολη λόγω στρατιωτικών επιχειρήσεων και επικινδυνότητας. Η αδυναμία μεταφοράς εξοπλισμού και ιατρικών ομάδων καθιστά την κατάσταση ακόμη πιο δραματική. Οι τοπικές δομές υγείας αδυνατούν να καλύψουν τις ανάγκες που έχουν δημιουργηθεί, ιδιαίτερα καθώς η περιοχή φιλοξενεί και πολλούς εκτοπισμένους από προηγούμενες συγκρούσεις.
Διεθνείς αντιδράσεις και σιωπή από το καθεστώς
Παρά τις εκκλήσεις για σχολιασμό, το στρατιωτικό καθεστώς δεν απάντησε στα ερωτήματα των διεθνών μέσων ενημέρωσης. Η έλλειψη επίσημης τοποθέτησης ενισχύει τις ανησυχίες ότι τα πλήγματα σε μη στρατιωτικούς στόχους έχουν καταστεί μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου πίεσης προς τις αντιστασιακές ομάδες. Ορισμένες εξ αυτών έχουν δηλώσει ανοιχτά ότι θα εμποδίσουν τη διεξαγωγή των εκλογών σε περιοχές που ελέγχουν.
Διεθνείς οργανώσεις καταδικάζουν εδώ και μήνες την αυξανόμενη ένταση στη Μιανμάρ, όμως η πραγματική επίδραση των πιέσεων παραμένει περιορισμένη. Οι κυρώσεις και οι διπλωματικές ανακοινώσεις δεν έχουν καταφέρει να ανασχέσουν τη βία, ιδιαίτερα σε απομακρυσμένες περιοχές όπου ο στρατός δρα με πλήρη αυτονομία.
Μια χώρα που απομακρύνεται από τη σταθερότητα
Ο βομβαρδισμός του νοσοκομείου στη Μιάουκ Ου αποτυπώνει την απόσταση που χωρίζει τη Μιανμάρ από οποιαδήποτε μορφή πολιτικής ομαλότητας. Οι εκλογές που παρουσιάζονται ως λύση μοιάζουν να διεξάγονται σε ένα περιβάλλον όπου η ασφάλεια και τα δικαιώματα των πολιτών βρίσκονται στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο. Η κλιμάκωση των επιθέσεων δείχνει πως το καθεστώς επιδιώκει να σταθεροποιήσει τον έλεγχό του πριν από την κάλπη, με κόστος που μεταφράζεται σε ανθρώπινες ζωές.
Για τους κατοίκους της χώρας, η καθημερινότητα γίνεται ολοένα και πιο επικίνδυνη. Η απώλεια ακόμη και βασικών υποδομών όπως τα νοσοκομεία συνιστά βήμα προς μια πλήρη ανθρωπιστική κρίση. Η διεθνής κοινότητα καλείται ξανά να δώσει προσοχή στη Μιανμάρ, όμως η πραγματικότητα παραμένει πως οι τοπικές κοινωνίες εξακολουθούν να βρίσκονται απροστάτευτες.