
Το τελευταίο διατροφικό καταφύγιο για τα ελληνικά νοικοκυριά κατέρρευσε. Τα όσπρια, που μέχρι πρότινος θεωρούνταν η πιο οικονομική και υγιεινή λύση, έχουν φτάσει σε τιμές που θυμίζουν… κρέας, μετατρέποντας ένα απλό πιάτο φακές σε πολυτέλεια.
Η ψαλίδα μεταξύ τιμής παραγωγού και τελικής λιανικής στα ράφια των σούπερ μάρκετ σοκάρει: οι αυξήσεις αγγίζουν ακόμη και το 190%, αφήνοντας τους καταναλωτές να πληρώνουν χρυσάφι για ένα πιάτο φασόλια, ενώ οι παραγωγοί παραμένουν με ισχνά κέρδη.
Από το χωράφι στο ράφι – Το «πάρτι» των μεσαζόντων
Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά:
- Φασόλια πλακέ Φλώρινας: 5 €/κιλό στον παραγωγό – 14,5 €/κιλό στο ράφι.
- Φασόλια ελέφαντες Φλώρινας: 5,5 €/κιλό στον παραγωγό – 14,52 €/κιλό στο σούπερ μάρκετ.
- Φάβα βιολογική φθάνει τα 18€/ κιλό
- Φακές Εγλουβής 18€/ κιλό
- Βιολογικοί γίγαντες 15€/ κιλό
Μέσα σε λίγα μέτρα, από το χωράφι μέχρι το ράφι, το προϊόν υπερδιπλασιάζεται σε τιμή. Κάποιοι μεσάζοντες κάνουν χρυσές δουλειές, την ώρα που ο καταναλωτής πληρώνει το μάρμαρο.
Σφιχτές τσέπες παντού – Ακόμη και οι λαϊκές δεν σώζουν
Ακόμα και στις λαϊκές αγορές που παραδοσιακά θεωρούνταν «ανάσα», οι τιμές ακολουθούν ανοδική πορεία: οι γίγαντες από 8 €/κιλό το 2024 σκαρφάλωσαν στα 10 €/κιλό το 2025. Μια αύξηση που μπορεί να φαίνεται μικρότερη σε σχέση με τα ράφια των σούπερ μάρκετ, αλλά φανερώνει τη γενικευμένη πίεση στην αλυσίδα τροφοδοσίας.
Εισαγόμενα πιο φθηνά από τα ελληνικά
Την ίδια ώρα, τα εισαγόμενα φασόλια πωλούνται στα σούπερ μάρκετ με περίπου 8,26 €/κιλό, δημιουργώντας τον απόλυτο παραλογισμό: τα ελληνικά προϊόντα, που θεωρούνται κορυφαίας ποιότητας, καταλήγουν ακριβότερα από τα ξένα. Μάλιστα σύμφωνα με τον Γιώργο Σφαέλο, ιδιοκτήτη παντοπωλείου που μίλησε στο ΣΚΑΙ η αγορά έχει κατακλυστεί από φασόλια από τη Κίνα και ρεβίθια από το Μεξικό.
Η εικόνα της αγοράς
Η εκτόξευση των τιμών στα όσπρια είναι άλλη μία κραυγαλέα απόδειξη της στρεβλής λειτουργίας της αγοράς τροφίμων στη χώρα. Οι παραγωγοί δίνουν μάχη για την επιβίωσή τους με περιορισμένα έσοδα, ενώ οι καταναλωτές βλέπουν το καλάθι τους να γεμίζει όλο και λιγότερο – και να κοστίζει όλο και περισσότερο.
Το ερώτημα που μένει να απαντηθεί: ποιος τελικά κερδίζει από αυτή την ανισορροπία; Γιατί σίγουρα ούτε ο παραγωγός, ούτε ο καταναλωτής.